Γράμμα χωρίς παραλήπτη

Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω, αλλά πες μου από που να αρχίσω. Είμαι τόσο μπερδεμένη. Έχω απογοητευτεί. Όχι με σένα, με τον ίδιο μου τον εαυτό. Έχω αφήσει το χέρι μου να γράφει μόνο του ελπίζοντας πως θα βγάζουν κάποιο νόημα οι λέξεις. Εκείνο το πρωί ήξερα ότι θα σε έβλεπα για τελευταία φορά. Ήταν ένα απλό πρωινό ίδιο με όλα τα άλλα πρωινά που άνοιγες απλά την πόρτα και έφευγες. Ήμουν τόσο αποφασισμένη ότι αυτό ήταν το τέλος. Ακόμα είμαι. Όμως τώρα είμαι και θυμωμένη. Με τα πάντα. Με την αντίδρασή σου. Με την αντίδρασή μου. Περνάνε τόσες σκέψεις από το μυαλό μου, μερικές αναιρούν προηγούμενες καταστάσεις μου, άλλες ενισχύουν τις απόψεις που έχω, όμως πάντα καταλήγω να είμαι μπερδεμένη και χαμένη. Έχω τόσα στο κεφάλι μου που περιμένουν τις απαντήσεις σου. Απαντήσεις που καμία δεν θα με κάνει να νιώσω καλά και , αντίθετα, θα με πονέσουν και θα με κάνουν να κλάψω κι άλλο. Ίσως να μη το γνωρίζεις, όμως έχω φτιάξει έναν ουτοπικό κόσμο με λόγια που βγαίνουν από το στόμα σου και με κάνουν χαρούμενη και αισιόδοξη. Λόγια που δεν θα ακούσω ποτέ όμως. Αναρωτιέμαι πως γίνεται να είμαι τόσο αδύνατη μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, γιατί μου είναι τόσο δύσκολο να την ξεπεράσω. Πλέον δεν έχω όρεξη να σου μιλάω καθώς ξέρω ότι τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά. Βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει πριν από αρκετό καιρό, όμως είμαι πλέον σίγουρη ότι δύσκολα θα ανέβουμε πάλι στην κορυφή. Οι δικαιολογίες σου με εξοργίζουν και η συμπεριφορά μου σε κουράζει. Πως γίναμε έτσι;

Το ξέρω πως η πρώτη σου σκέψη αφού διαβάσεις αυτά εδώ τα λόγια θα είναι «δράμα», έχω πολλά ακόμα να σου πω όμως.

ΜΟΙΡΑ

Περπάταγα μέσα στη βροχή, με το καπέλο κατεβασμένο στο μέτωπο, με το γιακά του παλτού ανασηκωμένο και τα χέρια στις τσέπες.

Περπάταγα για ώρες χωρίς να με νοιάζει το νερό της βροχής που με είχε κάνει μούσκεμα. Οι δρόμοι της πόλις έμοιαζαν άγνωστοι, λες και η βροχή τους είχε μεταμορφώσει. Ή λες και τα νερά της βροχής ήταν μαγικά και άλλαζαν την πόλη σε κάτι μοναχικό και άγνωστο. Ίσως όμως έτσι ήταν από πάντα οι γειτονιές της, αφιλόξενες. 

Μετά πήγα σπίτι.

Πήγα να φτιάξω κάτι να φάω.

Και το έφαγα.

ΣΩΤΗΡΙΑ

Αν δεν είχε ξημερώσει αυτή η μέρα, αν τα αστέρια έσβηναν και ο ήλιος δεν φώτιζε πια, αν η θάλασσα σταματούσε τα νερά της και τα κύματα δεν χτυπούσαν πια με μίσος τους βράχους, ίσως υπήρχε σωτηρία για μας αγάπη μου.

WEIRD STORY (PART 1)

Ξυπνάς. Αναρωτιέσαι τι θα σου φέρει η σημερινή μέρα, όμως δεν είσαι ακόμα σε θέση να το μάθεις οπότε αλλάζεις πλευρό, βολεύεσαι πάλι στο μαξιλάρι και προσπαθείς να κοιμηθείς.

Δεν τα καταφέρνεις όμως. Αυτή η σκέψη τριγυρίζει στο μυαλό σου. Θέλεις να μάθεις αν αξίζει να σηκωθείς από το κρεβάτι σου, από την ασφάλειά σου, αν είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις αυτόν τον σκατένιο κόσμο (αλλά μάλλον ποτέ δεν θα είσαι), αν θα την βγάλεις καθαρή για μια μέρα ακόμα.

Τελικά σηκώνεσαι. Βέβαια πηγαίνεις κατευθείαν στην κουζίνα, φτιάχνεις καφέ – μπόλικο – πίνεις δυο κούπες γρήγορα γρήγορα, ντύνεσαι με τα πρώτα ρούχα που βρίσκεις μπροστά σου και φεύγεις αμέσως από το σπίτι.

Περιπλανιέσαι για καμιά ώρα στους δρόμους. Μπορεί να περπατάς και για περισσότερη ώρα όμως. Αλλά ποιος μετράει την ώρα; Ποιος κοιτάει το ρολόι; Ποιος σκέφτηκε άραγε ποτέ πόση ώρα μπορεί να περπατάει ένας «ξένος» στα στενάκια της πόλις χωρίς σκοπό και χωρίς προορισμό;

Ξαφνικά σταματάς σ’ένα περίπτερο και αγοράζεις μια εφημερίδα. Βρίσκεις ένα παγκάκι, κάθεσαι και αρχίζεις αχόρταγα να διαβάζεις κάθε άρθρο της εφημερίδας. Περνάς κάμποση ώρα έτσι (ποιος είπαμε ότι μετράει τον χρόνο;).

Σ’έχει κουράσει αυτός ο κόσμος.

Σ’ έχει κουράσει να διαβάζεις συνέχεια τα ίδια και τα ίδια.

Σ’έχουν κουράσει οι αντιδράσεις των ανθρώπων.

Σ’έχουν κουράσει οι ίδιες αντιδράσεις των ανθρώπων.

Σ’έχουν κουράσει οι βιτρίνες και οι ταμπέλες.

Σ’έχει κουράσει να ψάχνεις το διαφορετικό και να μην το βρίσκεις πουθενά.

Σκέφτεσαι ποιος ορίζει το «ίδιο» και ποιος το «διαφορετικό». Ποιος ορίζει τους κανόνες. Ποιος ορίζει το «λογικό» και ποιος το «παράλογο». Γιατί το παράλογο να μην είναι λογικό;

Παράλογα πράγματα…

ΗΣΥΧΑ 

Έρχεσαι και φεύγεις με την ίδια ευκολία. Με κοιτάς στα μάτια και χαμογελάς. Μετά, ξαφνικά, ρίχνεις το βλέμμα σου αλλού και δεν ξανά αντικρίζεις τα μάτια μου.Ή τουλάχιστον αυτό θυμάμαι. Έπειτα απλά υπήρχες ήσυχα δίπλα μου.

ΈΤΣΙ ΟΠΩΣ ΣΤΑΘΗΚΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΟΥ

Θυμάσαι εκείνη την βόλτα που είχαμε πάει; Πέρασες από το σπίτι να με πάρεις και γκρίνιαξες ότι πάλι είχα αργήσει να ετοιμαστώ, αλλά χρειάστηκε να περιμένεις μόνο πέντε λεπτά. Αποφασίσαμε να κατέβουμε στο κέντρο με τα πόδια , να κάνουμε μια βόλτα στους έρημους δρόμους της πόλης και να καταλήξουμε στο γνωστό μαγαζί μας για μια μπύρα.

Ήταν ένα Σάββατο του καλοκαιριού μας, η πόλη ήταν άδεια, τα καταστήματα κλειστά και η ζέστη και ο ιδρώτας έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε κάθε μας βήμα. Ήθελες να περάσουμε μέσα από την παλιά γειτονιά ώστε να κόψουμε δρόμο. Εκεί τα σπίτια είναι χαμηλά, με κεραμίδια στις σκεπές και αυλές γύρω γύρω από την είσοδο του σπιτιού. Κάθε σπίτι είναι βαμμένο και με διαφορετικό χρώμα και σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως γίνεται να συμβιώνουν τόσο αρμονικά το ένα δίπλα στο άλλο ενώ είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.

Δειλά δειλά από ένα στενάκι βγαίνει και μας πλησιάζει ένα γατί. Σταματάμε και σταματάει κι αυτό απέναντί μας. Εμφανίζονται άλλα δύο, όμως τρέχουν γρήγορα, μας προσπερνάνε και χάνονται. Καθώς συνεχίζαμε τον δρόμο μας μου είπες ότι αυτό το μέρος ήταν ένας παράδεισος.

Μετά ήπιαμε αδιάφορα τις μπύρες μας, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής και από τότε δεν έχουμε ξαναπεράσει από αυτή την γειτονία.

«ΠΡΕΠΕΙ»

Μερικές φορές δεν ξέρω πως να ξεκινήσω. Ψάχνω από δω ψάχνω από κει, ανοίγω βιβλία, ανοίγω σάιτ. Αλλά και πάλι δεν ξέρω ποιες πρέπει να είναι αυτές οι μαγικές λέξεις που θα σταθούν ικανές να ξεπροβάλλουν πρώτες σ’ένα κείμενο. 

Άλλες φορές απλά ανοίγω το σημειωματάριο, παίρνω το μολύβι και γράφω. Ότι μου έρχεται στο μυαλό εκείνη την ώρα. Χωρίς να έχω σκεφτεί από πριν ποιες λέξεις και εκφράσεις θέλω να χρησιμοποιήσω.

Υπάρχουν όμως και φορές που σκέφτομαι τι «πρέπει» ή τι «θέλω» να γράψω σε τούτο εδώ το μπλε σημειωματάριο.

Τελικά, κάθε φορά καταλήγω απλά να καταγράφω τις ανιαρές σκέψεις μου και να τις κοσμώ με φωτογραφίες που ίσως μην να αγγίζουν κανέναν.